Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Η κοσμική Μουσική


Μάθημα:Project

Εργασία: Η κοσμική μουσική

Μαθητής: Αζής Ελευθέριος

Καθηγητές: Κος.Γκαλημανάς, Κα Πατσιατζή

 

 

Η κοσμική μουσική

Πηγές πληροφοριών για την κοσμική μουσική

http://www.musicportal.gr/images/musicportal/byzantine_music/image009.jpgΓνωρίζουμε λίγα πράγματα για την κοσμική μουσική του Βυζαντίου. Υπάρχουν κάποιες περιγραφές μουσικής του παλατιού σε βιβλίο του Κωνσταντίου Ζ' του Πορφυρογέννητου (905-959) του 10ου αιώνα. Επίσης απεικονίζονται όργανα και σύνολα κοσμικής μουσικής σε τοιχογραφίες μοναστηριών στην Ελλάδα(Μονή Μεγάλης Λαύρας και Σταυρονικήτα, Μονή Λούκους στο ’Αστρος, Μονή Φιλανθρωπηνών στα Ιωάννινα και Μονή Βαρλαάμ στα Μετέωρα) και σε εκκλησιαστικά χειρόγραφα (κώδικες). Κομμάτια κοσμικής μουσικής είναι σπάνια στα βυζαντινά χειρόγραφα. Από τις πηγές μας διαπιστώνουμε ότι υπήρχε πολύ μουσική σε όλες τις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, όπως σε χορούς, πανηγύρια, θέατρα και παντομίμες, στον ιππόδρομο, σε αθλητικούς αγώνες, δεξιώσεις και τις εκδηλώσεις του παλατιού. Στο παλάτι υπήρχαν μάλιστα και αυστηρές τελετουργίες αντίστοιχες με τις εκκλησιαστικές.
Απόσπασμα από εορτή στο παλάτι. 7ος αι.
H κοσμική μουσική στην αυτοκρατορική αυλή στο Bυζάντιο είναι όπως και η εκκλησιαστική συνδεδεμένη με αυστηρές τελετουργίες. Δεν έχει διασωθεί η ίδια αλλά περιγραφές τις όπως π.χ. στο Βιβλίο των Τελετουργειών του Κων/νου Ζ' του Πορφυρογέννητου (905-59). Μουσικά πρέπει να ήταν παρόμοια με την εκκλησιαστική μουσική επειδή χρησιμοποιείται το ίδιο σύστημα ήχων, οι ίδιοι ρυθμοί και οι ίδιοι τρόποι απόδοσης. Γνωρίζουμε ότι υπήρχαν αντιφωνικές χορωδίες, τραγούδια με οργανική συνοδεία αλλά και το εκκλησιαστικό όργανο ως καθαρά κοσμικό όργανο (στην εκκλησιαστική μουσική απαγορεύονται τα όργανα μέχρι και σήμερα), το οποίο και μεταφέρθηκε στη Δύση ως δώρο στον Αυτοκράτορα Πιπίνο το 757μ.Χ.
 
Μουσικά Όργανα
Τα όργανα την εποχή του Βυζαντίου ήταν παρόμοια με τα όργανα των αρχαίων χρόνων, 
http://www.musicportal.gr/images/musicportal/byzantine_music/image011.jpgέπαιζαν και άντρες και γυναίκες που λέγονταν παιγνιώτες. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο είδη μουσικών συνόλων και συναντιόνται και τα δύο στη μουσική του παλατιού: σύνολο πνευστών-κρουστών (μπάντα) και σύνολο εγχόρδων. Τα όργανα που αναφέρονται στις μπάντες του παλατιού ήταν σάλπιγγες, κέρατα (βούκινα), αυλοί (πιο κοντά στο ζουρνά), φλογέρες(σύριγγες ή σουραύλια), σείστρα ή κρόταλα, κύμβαλα και τύμπανα. Τα όργανα που συναντούσαμε σε σύνολα εγχόρδων ήταν Βυζαντινά λαούτα (πανδουρίς),ψαλτήριο (κανονάκι), άρπα, λύρα (λεγόταν και κιθάρα), τέσσερα μεγέθηταμπουρά, τρίχορδη ταμπούρα, ο Καππαδοκικός κεμεντζές (ποντιακή λύρα), η αχλαδόσχημη λύρα και βυζαντινά βιολιά. Ακόμα χρησιμοποιούνταν τοόργανο που αντικατέστησε την αρχαία ύδραυλι. Το όργανο αυτό το έκανε δώρο τον 8ο αι. ο Κωνσταντίνος Κοπρώνυμος στον Πιπίνο και Καρλομάγνο και έτσι διαδόθηκε στη δύση ως εκκλησιαστικό όργανο. Στα μοναστήρια χρησιμοποιούσαν κουδούνια και σήμαντρα.
Τυμπανιστές. 7ος αι.
Μονοφωνία ή ετεροφωνία
http://www.musicportal.gr/images/musicportal/byzantine_music/image013.jpg 
Τα μουσικά παραδείγματα που έχουν διασωθεί είναι μονοφωνικά, αλλά ηετεροφωνία (συνοδεία μιας μελωδίας με παραλλαγές της και στολίδια) ήταν γνωστή στο Βυζάντιο και χρησιμοποιούνταν. Επίσης χρησιμοποιούσαν ταισοκρατήματα, όπως και στην εκκλησιαστική μουσική.



Βυζαντινό  βιολί, Λαούτο και κρουστό.
http://www.musicportal.gr/images/musicportal/byzantine_music/image014.jpgΕίδη μουσικής 

Υπήρχαν
 πολυχρόνια για τους πατριάρχες και αυτοκράτορες. 

Μουσική στα συμπόσια όπου έπαιζαν πνευστά ή έγχορδα όργανα. Τα συμπόσια ήταν γιορτές παρόμοιες όπως στην αρχαιότητα. Υπήρχαν και πολλές γυναίκες μουσικοί.

Τερετίσματα (συλλαβές που άρχιζαν από ρο ή ταυ και ακολουθούσε φωνήεν). Κάθε φράση από τετερίσματα λεγόταν κράτημα και σήμερα τα ακούμε συχνά στην εκκλησία. Παρόμοιες μελωδίες υπήρχαν σε άλλες περιστάσεις έξω από την εκκλησία.
Δημοτικά τραγούδια, όπως για παράδειγμα τα ακριτικά που θεωρούνται τα παλαιότερα από τα γνωστά δημοτικά τραγούδια. Είχαν πολιτικά θέματα και ήρωες τους ακρίτες που ήταν οι φύλακες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Χορευτική μουσική για χορούς, παντομίμες, θεατρικές παραστάσεις, κ.λ.π. 
Δεν γνωρίζουμε συνθέτες κοσμικής μουσικής αυτής της περιόδου. Από μεταγενέστερα χρόνια γνωρίζουμε ότι ο
 Ιωάννης Κουκουζέλης, ο Ξένος Κορονές και ο Ιωάννης Γλυκής έγραψαν και κοσμική μουσική. Προς το τέλος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας η κοσμική μουσική έγινε πιο αποδεκτή από την εκκλησία. 



Παιγνιώται

Ο όρος στο Βυζάντιο του 14ου αι. χαρακτήριζε συλλήβδην τους μουσικούς (οργανοπαίκτες). Όπως αναφέρει και ο Ν. Πολίτης ("Παροιμίες" Α',σελ. 527): «Τραγουδιστάδες περπατούν, παιγνιώτες κατακρούσιν και συναντούνται, χαίρουνται, γελούν και τραγουδούσιν". 

Σάλπιγξ

ήταν κατασκευασμένη είτε από χαλκό (η ίσια) είτε από κέρατο (η καμπυλωτή). Και οι δύο είχαν επιστόμιο. Η κεράτινη σάλπιγγα ονομαζότανκέρας. Η σάλπιγγα δε χρησιμοποιούνταν από τους Έλληνες για καθαρά μουσικούς σκοπούς. Συνήθως, χρησιμοποιούνταν για τα πολεμικά σαλπίσματα ή από τους κήρυκες· καμιά φορά, επίσης, για τελετουργικούς σκοπούς και, στην περίπτωση αυτή, η σάλπιγγα λεγόταν σάλπιγξ η ιερά. Η σάλπιγγα είχε τυρρηνική (ετρουσκική) προέλευση· Αθήν (Δ', 184Α, 82): "Τυρρηνών δ' εστίν εύρημα κέρατά τε και σάλπιγγες" (και τα κέρατα [σάλπιγγες από κέρατο] και οι σάλπιγγες έχουν εφευρεθεί από τους Τυρρηνούς). Και ο Πολυδεύκης (IV, 75) λέει: "και κερατι μεν αυλείν Τυρρηνοί νομίζουσι" (και οι Τυρρηνοί συνηθίζουν να παίζουν τα κέρατα). Η χρήση του "αυλείν" με τη σημασία του παίζω το κέρας ή τη σάλπιγγα είναι χαρακτηριστική και δείχνει τη γενική χρήση του αυλού για όλα τα πνευστά. Η λ. σάλπιγξ πρωτοεμφανίζεται στον Όμηρο (Ιλιάς Σ 219). Διάφορα είδη σαλπίγγων ήταν γνωστά: (1) η ελληνική (μακριά στο σχήμα), (2) η αιγυπτιακή (στρογγυλή), (3) η γαλατική (χυτή, "χωνευτή"), ονομαζόμενη κάρνυξ από τους Κέλτες (οξύφωνη), (4) η παφλαγονική (μεγαλύτερη από την ελληνική, βαρύφωνη), (5) η μηδική (με καλαμένιο σωλήνα) και (6) η τυρσηνική (όμοια με τον φρυγικό αυλό, με κυρτό κώδωνα και πολύ οξύφωνη).
Πρβ. Θησ. Ελλ. Γλ. Ζ', στήλ. 45.
Μια ελληνική σάλπιγγα κατασκευασμένη από 13 τμήματα (κομμάτια) από ελεφαντόδοντο, ταιριασμένα το ένα μέσα στο άλλο, βρίσκεται στο Μουσείο Καλών Τεχνών στη Βοστώνη (Κ. Sachs Hist. 145).
Το επίθετο τυρρηνικός σήμαινε μεταφορικά δυνατός· τυρρηνική σάλπιγξ· σάλπιγγα ιδιαίτερα ηχηρή.
Βλ. λ. βυκάνη.
Σαλπιγκτής, σαλπιστής· ο εκτελεστής της σάλπιγγας. Επίσης, στην αττική διάλεκτο, σαλπικτής (Μοίρ. Λέξ. 354).

Βούκινο

σάλπιγγα, είδος σάλπιγγας (από την αρχαία ελληνική βυκάνη, που έγινε λατινικά buccina). Oι Βυζαντινοί με καθένα από τα ονόματα "βούκινο", "βύκινο", "τούβα", "τουβάκιο", "τουβάριο" και "ταυραία" υποδήλωναν και ιδιαίτερο είδος σάλπιγγας (πάντως η διαφορά μεταξύ "βούκινου και "τούβας" ήταν ελάχιστη). Ο ήχος της "ταυραίας" ήταν βαθύς (όμοιος με φωνή ταύρου), ενώ ο ήχος των υπολοίπων ήταν οξύτερος. Στο "Στρατηγικόν" του Μαυρίκιου (6ος αι.) η "τούβα" αναφέρεται ως "μικρό βούκινο". Φαίνεται ότι αργότερα αυτή η διαφορά εξέλιπε, γιατί στην "Τακτική" του Λέοντα ΣΤ' (9ος αι.) αναγράφεται: "τούβα ἥν λέγουσιν οἱ νῦν βούκινον". Στην "Τακτική" (Ανώνυμος, 10ος αι.) αναγράφονται καισάλπιγγες: "Τοῦ στρατοπέδου.....μικρὸν τι πρὸς τῆς αὐγῆς ἠχείτωσαν αἱ σάλπιγγες, ἵνα πρὸς τὸ ὀδοιπορεῖν ἅπαντες εὐτρεπίζωνται". Στη δε "Τακτική" του Κωνσταντίνου Η' (αρχές 11ου αι.) αναφέρονται αδιακρίτως "βύκινα μικρὰ καὶ μεγάλα". Αντιθέτως, η διαφορά μεταξύ "βούκινου" και "ταυραίας" διατηρήθηκε πάντοτε. Ο Λέων ΣΤ' ("Τακτική" Ζ', 68), γράφει ότι ο διοικητής "σημαίνει ἤ βουκίνῳ ἤ ταυραίᾳ". Γνωρίζουμε ότι όλες αυτές οι σάλπιγγες κατασκευάζονταν από χαλκό, εν τούτοις ο Προκόπιος (6ος αι.) αναφέρει ότι οι μεν σάλπιγγες του πεζικού κατεσκευάζονταν "ἐκ παχέος τινὸς χαλκοῦ", οι δε του ιππικού "ἐκ βύρσης τε καὶ ξύλου ὑπεράγαν λεπτοῦ". Φαίνεται ότι εδώ πρόκειται για ιδιαίτερο όργανο που αργότερα εγκαταλείφθηκε, γιατί πουθενά δεν υπάρχει παρόμοια μαρτυρία. Σύμφωνα με στοιχεία του στρατηγού Ν.Θ. Καλομενόπουλου, η χρήση της σάλπιγγας στον βυζ. στρατό ήταν ευρύτατη, καλύπτοντας κάθε του εκδήλωση.Όμως στη μάχη, μολονότι κάθε τάγμα είχε 2 σαλπιγκτές, για να μη γίνεται σύγχυση σάλπιζε μόνο ο ένας: αυτός που βάδιζε στο πλευρό του στρατηγού (που, ως γνωστόν, βρισκόταν στο κέντρο της παράταξης). Μόνο σε εξαιρετικές περιστάσει? (εδαφικές ανώμαλίες, ισχυρός άνεμος, ραγδαία βροχή, θόρυβος ποταμού,κ.λπ.) επιτρεπόταν (έως επιβαλλόταν) η χρήση τριών σαλπίγγων (μία τοποθετημένη στο κέντρο και ανά μία στις πτέρυγες). Η έφοδος γινόταν πάντα υπό τον ήχο των σαλπίγγων, των τυμπάνων και των κυμβάλων. Ο ιστορικός Λέων ο Διάκονος γράφει ότι, όταν ο Τσιμισκής συνάντησε στον Αίμο τους Ρώσους, πραγματοποίησε άμεση επίθεση εναντίον τους, διατάζοντας "τὰς σάλπιγγας τὸ ἐνυάλιον ἐπηχεῖν, ἀλαλάζειν τε τὰ κύμβαλα καὶ τὰ τύμπανα παταγεῖν...". Σήμερα η λέξη βούκινο εννοεί ένα μεγάλο κογχύλι ("μπουρού"), που του ανοίγουν στην αιχμηρή του άκρη μια τρύπα (συνήθως οι ναυτικοί) κι όταν το φυσούν παράγεται βροντερός ήχος (βλ. και εγκεραύλης). H χρησιμοποίηση αυτού του κογχυλιού (κόχλου) ανάγεται στους μυθικούς χρόνους και αναφέρεται στον Ευριπίδη ("Ιφιγένεια εν Ταύροις", 303): "Κόχλους τε φυσῶν συλλέγων τ' ἐγχωρίους". 

Αυλός

Ιστορία. Η καταγωγή του αυλού δεν έχει τελείως αποσαφηνιστεί. Σύμφωνα με πολλές αρχαίες πηγές, ήρθε από τη Μικρά Ασία και, ειδικά, από τη Φρυγία. Το όνομα του αυλού (ως μουσικού οργάνου) εμφανίζεται δύο φορές στην Ιλιάδα, την πρώτη ως όργανο των Τρώων (Κ 12-13): "θαύμαζεν [Αγαμέμνων] πυρά πολλά τα καίετο Ιλιόθι προ, αυλών, συριγγών τ' ένοπήν ιμαδόν τ' ανθρώπων" ("τις πλήθιες τις φωνές θαυμάζουνταν [ο Αγαμέμνων], που ομπρός στο κάστρο ανάβαν, και της φλογέρας [του αυλού] τα λαλήματα, και των αντρών το μούγκρος"· μτφρ. Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή). Τη δεύτερη φορά, μαζί με φόρμιγγες (Σ 494-495), στην περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα: "κούροι δ' ορχηστήρες εν δ' άρα τοίσιν αυλοί, φόρμιγγες τε βοήν έχον" (κι οι νέοι στριφογύριζαν στο χορό κι ανάμεσά τους αυλοί και φόρμιγγες ηχούσαν). Μια από τις πιο παλιές πηγές για την προέλευση του αυλού είναι ίσως το Πάριο Χρονικό (ή Μάρμαρο), που λέει (στ. 10, εκδ. F. Jacoby) ότι "ο Φρύγας Ύαγνις πρώτος εφεύρε τον αυλό στις Κελαινές [της Φρυγίας] και έπαιξε σ' αυτόν τη φρυγική αρμονία". Σύμφωνα με το συγγραφέα Αλέξανδρο, στο βιβλίο του Συναγωγή (Συλλογή) των περί Φρυγίας (Πλούτ. Περί μουσ. 1132F, 5), ο Ύαγνις ήταν ο πρώτος που έπαιξε τον αυλό [που αύλησε] ("Ύαγνιν δε πρώτον αυλήσαι") και έπειτα από αυτόν ο γιος του Μαρσύας και κατόπι ο Όλυμπος (1133F, 7). Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, τον αυλό τον εφεύρε η θεά Αθηνά, αλλά βλέποντας στην αντανάκλαση των νερών ότι το πρόσωπό της παραμορφωνόταν, τον πέταξε μακριά· ο αυλός έπεσε στη Φρυγία και τον βρήκε ο Μαρσύας. Αυτή η παράδοση, που τείνει να καθιερώσει την ελληνική καταγωγή του αυλού, δημιουργήθηκε πιθανότατα αργότερα από το μύθο του αγώνα Απόλλωνα-Μαρσύα (βλ. Πλούτ. Περί αοργησίας 456B-D, 6-7· Πίνδ. 12οςΠυθιόνικος και Α.Β. Drachmann, Schol. Pind. Carm., Λιψία 1910, σ. 265).

Ζουρνά

(από το τουρκικο zurna. Επίσης: "ζορνάς" ή "ζορνές" ή "ζουρλάς" ή "τζουρνάς" ή "καλάμι" ή "καλέμι" ή "καραμούζα" ή "πίπιζα", ή "πιπίλα", ή "νιάκαρο", ή ο σπανιότερος μεγαλύτερος τύπος "καμπάτ-ζουρνάς", κ.λπ.). Αερόφωνο λαϊκό όργανο (`είδος πρωτόγονου οξύαυλου ή όμποε, που μεταχειρίζονται οι πλανώδιοι μουσικοί). Υπήρξε το κατ' εξοχήν όργανο της αρχαίας ελλ. μουσικής, συνεχίζοντας τη διαχρονική πορεία του και κατά τη βυζ. εποχή (όπως μαρτυρούν τόσο τα εναντίον του κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας όσο και η "πανταχού παρούσα" εμφάνισή του στη βυζ. εικονογραφία). Κατασκευάζεται από σκληρό και στεγνό ξύλο και διαθέτει οξύ και διαπεραστικό ήχο, γι' αυτό και άλλωστε υπήρξε όργανο υπαίθριων πανηγυρικών εκδηλώσεων. Συνήθως κατασκευάζεται από στεγνό και σκληρό ξύλο (οξιά ή καρυδιά) και έχει 6 ή 7 τρύπες μπροστά και μία στην κάτω και πίσω πλευρά του (με έκταση που δεν ξεπερνά την οκτάβα). Χωρίζεται σε 3 τμήματα (το ένα μέσα στο άλλο). Περιλαμβάνει σωλήνα κωνικό (αλλά κάποτε και κυλινδρικό) που καταλήγει σέ επιστόμιο χοάνη-χωνί (ή "καμπάνα" ή "τατάρα"). Στην κορφή του σωλήνα τοποθετείται ο "κλέφτης" (ή "μάνα" ή "πιστόμιο" ή "κεφαλάρι" ή "φάσουλα") όπου προσαρμόζεται ένα λεπτό σωληνάκι: το "κανέλι" (ή "κανούλι" ή "καρνέλι" ή "πιπινάρι" ή "ταλίνια" ή "πίσκα") που πάνω του δένεται το καλαμένιο διπλό γλωσσίδι (ή "τσαμπούνι" ή "αγριοκάλαμο" ή "φούρλα" ή "πίνα" ή "δαχτυλίδι") κατασκευασμένο από άγριο καλάμι ειδικά επεξεργασμένο που λεπταίνεται. Στην Κρήτη όταν λένε "σταμάτα τον ζουρνά", εννοούν "πάψε το κλάψιμο" (από τον ένρινο μονότονο ήχο του οργάνου). Το Συγκρότημα των 2 ζουρνάδων λέγεται στη Ρούμελη "[[ζυγιά|ζυγιά]]" και ο μεν 1ος "ζουρνατζής" (που παίζει τη μελωδία) λέγεται "μάστορας" ή "προμαδόρος", ο δε 2ος "ζουρνατζής" (που κρατάει το ίσο) λέγεται "μπασαδόρος", Οι 2 ζουρνάδες συνοδεύονται απαραίτητα από το "ντα(γ)ούλι". Αυτή τη «ζυγιά» την ονομάζουν "ψιλά ζουρνάδια" (Στ. Καρακάσης). Εδώ ας θυμηθούμε τί γραφει ο Κ. Βάρναλης στον περίφημο "Τρελλό" του: "Άι με το γύφτικο ζουρνά, με νταγερέ που κουδουνά, σύρε σκοπόν αντάμικο. Εστράβωσα τη φέσα μου, έρωτας πού 'ναι μέσα μου για να χορέψω τσάμικο!...". Δυστυχώς όσο περνάει ο καιρός το όργανο και οι οργανοπαίκτες του εκλείπουν. 

Φλογέρα

Ποιμενικός αυλός. Αερόφωνο όργανο της δημοτικής και της λαϊκής μουσικής, που συναντιέται σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα με διάφορα ονόματα (φλουέρα, φλοέρα, φλουγέρα, καλάμι,τζαμάρα, τζαφάρα,βαρβάγκα, φιούτο, πλαγιαύλι,παγιαύλι, νταρβίρα, τζιράδι, τσαφάρι, σουράβλι, σουβλιάρι, συλιαύλι, σουλιαύριν, σουρναύλι, σουβριάλι, σφυρίγλα, σφολίστρα, τσούρλας, τσιαφλιάρι, σιλλιαύρα,μαντούρα, τζουρλά, πιστιάλκα,θιαμπόλι, μπαμπιόλι, φιαμπόλι, παγιάλιν, φχιαούτο, πιδκιαύλιν, πινιαύλι, περνιαύλι, πειροχάμπουλο, γλωσσοχάμπουλο, σφυροχάμπουλο, σκιπ(ι)τάρα, τουτουρλίκι, γαβάλι, καβάλι,καβαλί, γκαβάλ, κάλμιν: οι αρβανίτες, κ.ο.κ.). Πρόκειται για σωλήνα κυλινδρικό-ανοικτό κι από τα 2 άκρα του. Οι διαφορές στην ονομασία οφείλονται εν πολλοίς στις διαφορές μήκους και διαμέτρου του σωλήνα, αλλά και στο επιστόμιο (ορισμένοι από τους προηγούμενους τύπους αυλού φέρουν γλωττίδα, αλλά τους κατατάσσουμε στον τύπο φλογέρας). Η φλογέρα κατασκευάζεται από ξύλο (κυρίως καλάμι), σίδερο, μπρούντζο, ή κόκκαλο (φτερούγα, πόδι μεγάλου πουλιού: οι καλύτερες φλογέρες γίνονται από φτερούγα γύπα). Έχει συνήθως 6 οπές μπροστά και μία πίσω. Ο Στ. Καρακάσης στο βιβλίο του "Ελληνικά μουσικά όργανα" παραθέτει τις διαστάσεις μερικών αυλών από τη Συλλογή του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών: "3 φλογέρες: 0.24,5-0.29 και 0,30 με 6 οπές, σουβλιάρι: 0.27,5 με 6 οπές, πιναύλι: 0,30 με 5 οπές, 2 πιδκιαύλιν: 0,30 και 0.35 με 6 οπές, 2 μαντούρες: 0.19 και 0.21 με 5 οπές, 2θιαμπόλια:0.40 και 0.35 με 5 οπές καιτζαμάρα (σιδερένια): 0.45". Τέλος, ο χαρακτηριστικός ήχος της φλογέρας εκπροσωπεί ιδανικά τη θλιμμένη αξιοπρέπεια της μοναξιάς: "Ήσυχα πού 'ναι τα βουνά, ήσυχοι πού 'ν' οι κάμποι. κι εσύ φλογέρα μου γιατί, γιατί δεν ησυχάζεις; Τ’ έχεις καημένη και βογγάς και κλαις κι αναστενάζεις, σ' όλη αυτή την ερημιά, σ' όλη αυτή τη νύχτα και λες τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα;" (Κ. Κρυστάλλης). 

Σουραύλι

Πνευστό όργανο της λαϊκής μουσικής που μοιάζει με τη [[φλογέρα|φλογέρα]]. Πρόκειται για έναν κυλινδρικό σωλήνα από καλάμι ή ξύλο, σε διάφορα μεγέθη, με ράμφος κομμένο λοξά στο μέρος που φυσάει ο εκτελεστής (σουραυλιέρης) κι αυτό αποτελεί την κυριότερη διαφορά του προς τη φλογέρα. Έχει συνήθως 6 τρύπες μπροστά και μια πίσω, για τον αντίχειρα. Κοντά στο πάνω άκρο υπάρχει σχισμή, που διευκολύνει την παραγωγή του ήχου. Το συναντάμε στα νησιά (αλλά και στη Β. Ελλάδα) με διάφορες ονομασίες: "θιαμπόλι", "μπαμπιόλι", "παδαύλι", "πιναύλικα", κ.λπ. Παίζει συνήθως "σόλο". Επίσης, σε ορισμένα νησιά παίζουν με διπλό σουραύλι, όπου το ένα καλάμι παίζει το σκοπό, ενώ το άλλο κρατάει το ίσον. H ειδική Δ. Μαζαράκη γράφει ότι στα σουραύλια ο σωλήνας-ηχείο παίζει ρόλο στη διαμόρφωση του ήχου από τη στιγμή που θα έρθει σε επαφή με τον αέρα της εκπνοής, δηλαδή αφού ο αέρας έχει περάσει μέσα από τον πόρο. Γι’ αυτό το μάκρος τους μετριέται από την έξοδο του πόρου κι έπειτα. 

Σείστρον

μικρό κρουστό όργανο, σείστρο. Είχε σχήμα σπιρουνιού ή πέταλου προσαρμοσμένου σε λαβή, και έναν αριθμό (ως επτά) από εγκάρσιες μικρές ράβδους ή μικρά κουδούνια. Το σείστρο ήταν μεταλλικό και, όταν το κουνούσε κανείς, παρήγε διαπεραστικό ήχο ακαθόριστου ύψους. Προήλθε από την Αίγυπτο, όπου χρησιμοποιούνταν σε τελετές προς τιμήν της Ίσιδας (πρβ. Πλούτ. Ηθ. 376C).

Σείστρο ήταν επίσης ενα παιχνίδι με το οποίο "οι παραμάνες νανούριζαν τα παιδιά" (Πολυδ. IV, 127).

 

Κρόταλα

κρουστό όργανο, από δύο κοίλα κομμάτια οστράκου, ξύλου ή μετάλλου· σε διάφορα σχήματα. Τα κρόταλα χρησιμοποιούνταν, όπως οι καστανιέτες, για να κρατούν το ρυθμό των χορευτών, ιδιαίτερα στις τελετές της Κυβέλης και του Διόνυσου. Συνήθως δένονταν μαζί ή ένα σε κάθε χέρι. Ευστάθ. (Παρεκβολαί Ιλ. II, XI, 160): "σκευός τι εξ οστράκου ή ξύλου ή χαλκού, ό εν χερσί κρατούμενον θορυβεί". Τα κρόταλα τα χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά γυναίκες· Ηρόδ. (Β', 60): "αί μέν τίνες των γυναικών κρόταλα έχουσαι κροταλίζουσι" (μερικές από τις γυναίκες κρατώντας κρόταλα κροταλίζουν [παίζουν χτυπώντας τα]). Βλ. Ιλιάδα Λ 160. Η λέξη κρέμβαλον χρησιμοποιείται συχνά για το κρόταλο και το ρήμα κρεμβαλι[ά]ζω για το κροταλίζω. Αθήν. (ΙΔ', 636D): "το τούτοις [κρεμβάλοις] κρούειν κρεμβαλιάζειν είρηκεν [Έρμιππος]" (το χτυπώ τα κρέμβαλα ονομαζόταν [από τον Έρμιππο] κρεμβαλιάζω). Το χτύπημα των κρεμβάλων ονομαζόταν κρεμβαλιαστύς (η).
Ο ήχος που παραγόταν από το χτύπημα των κροτάλων λεγόταν ρύμβος ή ρόμβος.

Κύμβαλα

κρουστό όργανο, αποτελούμενο, όπως και τα νεότερα κύμβαλα (piatti), από δύο κοίλα ημισφαιρικά μετάλλινα πιάτα. Τα κύμβαλα ήταν ασιατικής προέλευσης και στην αρχή χρησιμοποιούνταν στις οργιαστικές λατρείες της Κυβέλης και αργότερα του Διόνυσου (Βάκχου). Πλούτ. (Γαμήλια παραγγέλματα 144Ε): "οι δέ κυμβάλοις και τυμπάνοις άχθονται" (και ενοχλούνται με τα κύμβαλα και τα ταμπούρλα). Άλλη λέξη για το κύμβαλο ήταν το βακύλιον ή βαβούλιον.


Τα κύμβαλα δεν είχαν για τους Έλληνες καμιά πραγματική μουσική αξία.
κυμβαλίζω· παίζω κύμβαλα. κυμβαλιστής και κυμβαλοκρούστης, ο εκτελεστής των κυμβάλων· θηλ. κυμβαλίστρια. κυμβαλισμός· το παίξιμο των κυμβάλων. κυμβάλιον· υποκοριστικό του κυμβάλου· μικρό κύμβαλο.

Τύμπανον

και τύπανον κρουστό όργανο που χρησιμοποιούνταν ιδιαίτερα στις ιεροτελεστίες της Κυβέλης και του Διόνυσου. Ήταν ένας ξύλινος κύλινδρος με δερμάτινες μεμβράνες τεντωμένες και από τις δύο πλευρές· παιζόταν με το χέρι, συνήθως από γυναίκες. Ησύχ. : "τύμπανα, τα δερμάτινα ρακτήρια κόσκινα, τα εν Βάκχαις κρουόμενα" (ταμπούρλα [ντέφια], τα κραυγαλέα δερμάτινα κόσκινα, που παίζονται [με χτύπημα] στις βακχικές τελετές). Πίνδαρος (Διθύραμβος ΙΙ, 9): "ρόμβοι τυπάνων" (βροντές από τύμπανα)· πρβ. λ. ρόμβος. Το τύμπανο ήταν ένα είδος ταμπούρλου, ένα ντέφι χωρίς ζίλια. Πρβ. Κ. Sachs Hist. 148.

Πανδούρα

Επίσης πανδουρίς και πάνδουρος· Τρίχορδο όργανο της οικογένειας του λαούτου, ονομαζόμενο από τους αρχαίους τρίχορδον, πρόγονος του σημερινού μπουζουκιού. Στους Αλεξανδρινούς χρόνους το όνομα πανδούρα χρησιμοποιούνταν για να δηλώνει και ολόκληρη την οικογένεια όμοιων οργάνων που παίζονταν με πλήκτρο. Όπως λέει ο Sachs (Hist. 137): "είχε ένα μακρύ βραχίονα (χέρι) χωρίς στριφτάρια (κλειδιά, κόλλαβους), μικρό σώμα, τάστα και τρεις χορδές"

Κατά τον Πυθαγόρα "η πανδούρα κατασκευαζόταν από τους τρωγλοδύτες της Ερυθράς Θάλασσας από λευκή δάφνη που φυτρώνει κοντά στη θάλασσα" (Αθήν. Δ', 183F-184A, 82). Ο Νικόμαχος γράφει στο Εγχειρίδιό του (κεφ. 4) ότι το μονόχορδο ονομαζόταν φάνδουρος</i>. Ο Ησύχιος χρησιμοποιεί τη λέξη πανδουρίς για το όργανο και τον όρο πάνδουρος για τον εκτελεστή· "πανδούρα ή πανδουρίς, όργανον μουσικόν.Πάνδουρος δε ο μεταχειριζόμενος το όργανον". Άλλες εμφανίσεις της αρχαιοελληνικής πανδούρας, αποτελούν ο μετέπειτα βυζαντινός
ταμπουράς, το σημερινό περσικής καταγωγής σάζι και άλλα λαουτοειδή. Το ονόμαζαν και τρίχορδο επειδή είχε τρεις χορδές. Για τη μορφολογία του σαφείς πληροφορίες μας δίνει η μαρμάρινη βάση της Μαντίνειας που παρίστανε το μουσικό αγώνα του Απόλλωνα και του Μαρσύα (β' ήμισυ 4ου π.Χ., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο). Η Μούσα καθισμένη σε έναν βράχο παίζει την ελληνική πανδουρίδα, κρατώντας την όπως ένας σύγχρονος λαϊκός μουσικός τον τζουρά ή το μπουζούκι. Η πανδουρίδα ενσαρκώνει μια άλλη μορφολογική επιλογή στο πλαίσιο της οικογένειας των εγχόρδων. Ο βραχίονας (το μανίκι), με τις χορδές που περνούν πάνω από την ταστιέρα του, δίνει τη δυνατότητα παραγωγής μεγάλου αριθμού φθόγγων σε όλα τα γένη και σε όλες τις κλίμακες, με τρεις μόνο χορδές σταθερά κουρδισμένες. Εδώ η διεύρυνση των δυνατοτήτων εκτέλεσης του οργάνου δεν συνδέεται με αριθμητική αύξηση ελεύθερα δονούμενων χορδών, όπως συμβαίνει στα όργανα της οικογένειας της λύρας ή των ψαλτηρίων. Πρόκειται για άλλη επιλογή, που αιώνες αργότερα θα μας δώσει τις οικογένειες των λαγούτων.
πανδουρίζω· παίζω την πανδούρα. πανδουριστής· ο εκτελεστής της πανδούρας.

Κανονάκι

 κανόνι) Λαϊκό νυκτό όργανο, που συναντιέται στην παραδοσιακή μουσική της ανατολικής Μεσογείου. Περιλαμβάνει ξύλινο ηχείο με μικρό βάθος σε σχήμα τραπεζίου (με μεγάλη πλευρά 1,06 μέτρα και ύψος 44 περίπου εκ.).Έχει 72 χορδές (ανά 3, σε ταυτοφωνία).Έτσι καλύπτει έκταση 24 φθόγγων, χορδισμένων συνήθως χρωματικά (από Σι ώς ρε). Παλιά παιζόταν με τα δάχτυλα, ενώ σήμερα παίζεται με 2 μεταλλικές δακτυλήθρες προσαρμοσμένες στους δείκτες του εκτελεστή και αυτό αποτελεί τη βασική διαφορά μεταξύ κανονιού και σαντουριού (στο οποίο οι χορδές κρούονται με σφυράκια). Τα περισσότερα κανονάκια είναι εξοπλισμένα με μικρούς μεταλλικούς καβαλάρηδες (μαντάλια) τοποθετημένους κοντά στα κλειδιά. Αυτοί ανασηκώνονται ή κατεβαίνουν με τη βοήθεια μοχλίσκων και έτσι γίνεται εφικτό το παίξιμο διαστημάτων μικρότερων του ημιτονίου. Η προέλευση του οργάνου είναι ανεξακρίβωτη. Το πιθανότερο είναι να κατάγεται από τα πολύχορδα αρχαιοελληνικά όργανα (επιγόνειον) και, άσχετα αν η ετυμολογία του προέρχεται φαινομενικά από το αραβικό "qanum", στη ρίζα της ενυπάρχει ο ελληνικός "[[κανών,_μουσικός|κανών,_μουσικός|κανών]]" (A. H. Fox Strangways). Άλλωστε και ο πολύς Galpin θεωρεί ότι "το πολύχορδο αυτό ψαλτήριο διαδόθηκε στη Μεσοποταμία και την Περσία από τη Μικρά Ασία και ξαναγύρισε στην Ελλάδα, τον τόπο καταγωγής του". 

Άρπα

η άρπα ως όργανο ήταν γνωστή στην Ελλάδα από πολύ μακρινή εποχή, αλλά το όνομα (ο όρος) ήταν άγνωστο. Οι Έλληνες ονόμαζαν το όργανο αυτό τρίγωνον από το τριγωνικό του σχήμα.

Λύρα

"κατεξοχήν" εθνικό όργανο της αρχαίας Ελλάδας, η λύρα ήταν επίσης το πιο σημαντικό και ευρύτερα γνωστό όργανο. Συνδεόταν στενά με τη λατρεία του Απόλλωνα, και για το λόγο αυτό περιβαλλόταν με μεγάλο σεβασμό. Χάρη στον απλό μηχανισμό και στην ιδιαίτερη και χαρακτηριστική ποιότητα του τόνου της, που ήταν ευγενής, διαυγής, γαλήνιος και αρρενωπός, η λύρα χρησιμοποιήθηκε ως το κύριο όργανο για την εκπαίδευση των νέων. Επειδή δεν ήταν πολύπλοκο ή ιδιαίτερα ηχηρό όργανο, δε χρησιμοποιούνταν σε υπαίθριες εκδηλώσεις ή διαγωνισμούς· συνδέθηκε όμως στενά με τις κοινωνικές εκδηλώσεις σε κλειστό χώρο.
Προέλευση. Σύμφωνα μ' έναν πλατιά διαδεδομένο μύθο (πρβ. Ομηρικός Ύμνος στον Ερμή 24 κε., Απολλόδ. Βιβλιοθήκη Γ, 10, 2, σσ. 139-140 κτλ.), ο Ερμής, αμέσως μετά τη γέννησή του σ' ένα σπήλαιο της Κυλλήνης, έκλεψε κρυφά μια νύχτα τα βόδια που φύλαγε ο Απόλλωνας. Βλέποντας έξω από το σπήλαιο μια χελώνα, αφαίρεσε το όστρακό της και στερέωσε πάνω του χορδές από έντερο βοδιού· έτσι, κατασκεύασε τη λύρα (βλ. λ. χέλυς). Όταν ο Απόλλων ανακάλυψε την κλοπή και παραπονέθηκε στον Δία, ο Ερμής πρόσφερε τη λύρα στον Απόλλωνα, που μαγεύτηκε από τον ήχο της.
Η λύρα ήταν γνωστή στην Ελλάδα από την απώτερη αρχαιότητα. Μυθικοί μουσικοί και επικοί τραγουδιστές (αοιδοί), όπως ο Ορφέας, οΘάμυρις, ο Δημόδοκος και άλλοι, συνόδευαν τα τραγούδια τους με τη λύρα, τη φόρμιγγα ή την κίθαρι.
Ο Νικόμαχος (Excerpta ex Nicomacho 1, C. v. J. 266 και Mb 29) διηγείται πως ο Ερμής, αφού κατασκεύασε την επτάχορδη λύρα, δίδαξε τον Ορφέα πώς να την παίζει· ο Ορφέας, με τη σειρά του, δίδαξε τον Θάμυρι και τον Λίνο, και ο τελευταίος τον Αμφίωνα από τη Θήβα, ο οποίος με την επτάχορδη λύρα του έχτισε τα τείχη της "επτάπυλης" Θήβας. Όταν ο Ορφέας φονεύθηκε στη Θράκη από τις Μαινάδες, η λύρα του έπεσε στη θάλασσα και παρασύρθηκε από τα κύματα ως τη Λέσβο· εκεί τη βρήκαν μερικοί ψαράδες και την έδωσαν στον Τέρπανδρο. Ο κύκλος αυτών των μύθων τείνει να καθιερώσει τη θρακική καταγωγή της λύρας.
Κατασκευή. Η λύρα, στην αρχική της μορφή, στηριζόταν πάνω στο όστρακο μιας χελώνας, που χρησίμευε για ηχείο της· στο υλικό αυτό οφείλεται το ποιητικό όνομα χέλυς, που είχε η παλαιά λύρα. Σε κατοπινά χρόνια το ηχείο κατασκευαζόταν και από ξύλο, πάλι όμως σε σχήμα οστράκου χελώνας. Πάνω από το κοίλο μέρος, απλωνόταν τεντωμένη, για να πάλλεται, μια μεμβράνη από δέρμα βοδιού. Σε κάθε πλευρά του οστράκου δύο βραχίονες από κέρατο αγριοκάτσικου ήταν στερεωμένοι παράλληλα στο ηχείο· ήταν ελαφροί και λίγο καμπυλωτοί και λέγοντανπήχεις ή κέρατα. Οι βραχίονες αυτοί ενώνονταν ελαφρά στο επάνω τους άκρο, πάνω σε μια εγκάρσια κυλινδρική ράβδο κατασκευασμένη από πυξάρι, που λεγόταν ζυγόν ή ζυγός. Οι χορδές (χορδαί, νευραί, βλ. λ.), καμωμένες από έντερο ή νεύρα [τένοντες] (σε παλαιότερα χρόνια κατασκευάζονταν από λινάρι ή κάναβι), στερεώνονταν με κόμπο πάνω σε μια μικρή πλάκα [σανίδα], που λεγόταν χορδοτόνιον ή χορδοτόνος, στο κάτω μέρος του ηχείου· περνούσαν κατόπι πάνω από μια μικρή γέφυρα (καβαλάρης, η μαγάς), που απομόνωνε το παλλόμενο τμήμα των χορδών, και προχωρούσαν κατά μήκος του οργάνου ως το ζυγόν, όπου και δένονταν. Σε παλαιότερα χρόνια, οι χορδές δένονταν με δερμάτινο λουρί, στους κλασικούς όμως χρόνους χρησιμοποιούσαν στριφτάρια ("κλειδιά"), καμωμένα από ξύλο, μέταλλο ή ελεφαντόδοντο· τα στριφτάρια αυτά, στερεωμένα μ' ένα μηχανισμό πάνω στο ζυγόν, τέντωναν τις χορδές με περιστροφική κίνηση, και λέγονταν κόλλαβοι ή κόλλοπες. Όλες οι χορδές είχαν το ίδιο μήκος αλλά διαφορετικό πάχος και όγκο, και καθεμιά έδινε έναν ήχο·

Ο αριθμός των χορδών ποίκιλλε κατά τους ιστορικούς χρόνους· για μια μακρά όμως περίοδο οι χορδές ήταν επτά. Σύμφωνα με μερικούς συγγραφείς, η αρχαϊκή λύρα είχε τέσσερις ή κατ' άλλους και τρεις χορδές. Ο Διόδωρος Σικελιώτης (Βιβλιοθήκη Ιστορική Α', 10) γράφει ότι "ο Ερμής επινόησε τη λύρα και την έκανε τρίχορδη κατ' απομίμηση των τριών εποχών του χρόνου. Έτσι, καθόρισε τρεις ήχους, έναν ψηλό, ενα χαμηλό και ένα μεσαίο". Ο Νικόμαχος, από την άλλη πλευρά, λέει (ό.π.) πως ο Ερμής από την αρχή έκανε τη λύρα επτάχορδη. Ο Λουκιανός (Διάλογος του Απόλλωνα και τον Ήφαιστου) και άλλοι επίσης συγγραφείς επαναλαμβάνουν αυτό το μύθο, όπως παρουσιάζεται στον Ομηρικό Ύμνο στον Ερμή (στ. 51). Είναι όμως αναμφίβολο πως από την εποχή του Τέρπανδρου (8ος/7ος αι. π.Χ.), στον οποίο αποδίδεται από πολλούς συγγραφείς η εξέλιξη αυτή, η λύρα ήταν επτάχορδη. Μια παράδοση, που διατηρήθηκε ζωντανή ως τον 4ο αι. π.Χ., συνέδεε στενά τον Τέρπανδρο με την επτάχορδη λύρα. Στον ίδιο αποδίδουν μερικοί ιστορικοί και την προσθήκη της όγδοης (οκτάβας)· ο Τέρπανδρος αφαίρεσε τηντρίτη (νότα τρίτη από πάνω προς τα κάτω στην επτάφθογγη αρμονία) και πρόσθεσε τη νήτη, δηλ. την όγδοη της υπάτης (mi). Ο Αριστοτέλης (Μουσ. Προβλ. XIX, 32) αναφέρεται καθαρά στην εξέλιξη αυτή: "Γιατί η όγδοη ονομάστηκε δια πασών αντί δι' οκτώ, σύμφωνα με τον αριθμό των χορδών (φθόγγων), με τον ίδιο τρόπο που λέμε δια τεσσάρων [για την τετάρτη] και δια πέντε [για την πέμπτη]; δεν είναι γιατί στους αρχαίους χρόνους οι χορδές ήταν επτά; και τότε ο Τέρπανδρος αφαιρώντας την τρίτη πρόσθεσε τη νήτη, και γι' αυτό ονομάστηκε δια πασών [ογδόη] και όχι δι' οκτώ, γιατί [οι νότες] ήταν συνολικά επτά". Μια ογδόη χορδή προστέθηκε τον 6ο αι. π.Χ.· την προσθήκη αυτή απέδωσαν μερικοί συγγραφείς στον Πυθαγόρα. Ο Νικόμαχος (Εγχειρ. 5) λέει ότι ο Πυθαγόρας πρώτος από όλους ("πάμπρωτος") πρόσθεσε την όγδοη χορδή ανάμεσα στη μέση και την παραμέση, σχηματίζοντας έτσι μια πλήρη (οκτάφωνη) αρμονία με δύο διαζευγμένα τετράχορδα: mi-re-do-si και la-sol-fa-mi. Ο Βοήθιος (Boethius, 480-524 μ.Χ.) αποδίδει την προσθήκη της όγδοης χορδής στον Λυκάονα τον Σάμιο, ενώ η Σούδα στον Σιμωνίδη. Η επτάχορδη λύρα παρέμεινε σε χρήση για μια μακρά περίοδο στους κλασικούς χρόνους.
Στην αγγειογραφία η λύρα συχνά παριστάνεται με επτά χορδές. Αν λάβουμε υπόψη ότι η λύρα ήταν στενά συνδεδεμένη με τη λατρεία του Απόλλωνα και ότι ήταν το κατεξοχήν εθνικό όργανο για την εκπαίδευση των νέων, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ο ελληνικός λαός, όπως και ορισμένοι από τους πιο μεγάλους ποιητές και συγγραφείς -Πίνδαρος, Πλάτων, Αριστοτέλης- δεν μπορούσε να δεχτεί εύκολα καινοτομίες σχετικά μ' ένα τέτοιο ιερό όργανο. Ωστόσο, παράλληλα με τη χρήση της επτάχορδης (και της οκτάχορδης) λύρας, γινόταν χρήση και οργάνων με περισσότερες χορδές. Από τον 5ο αι. π.Χ. κιόλας εμφανίζονται λύρες (και κιθάρες) με εννιά ως δώδεκα χορδές. Η προσθήκη της ένατης χορδής αποδόθηκε στον Πρόφραστο (ή Θεόφραστο) από την Πιερία, της δέκατης στον Ιστιαίο τον Κολοφώνιο, της ενδέκατης στον Τιμόθεο (πρβ. Νικόμ.Excerpta 4). Άλλες πηγές αποδίδουν στον Μελανιππίδη και στον Τιμόθεο την προσθήκη της δωδέκατης χορδής (πρβ. Φερεκράτης, Χείρων, στον Πλούταρχο Περί μουσ. 1141D-1142A, 20).
Για τον τρόπο που παιζόταν η λύρα και τα παρόμοια όργανα έγιναν διάφορες υποθέσεις, βασισμένες κυρίως σε μαρτυρίες της αγγειογραφίας και μερικών σπάνιων φιλολογικών πηγών. Γενικά, πιστεύεται ότι οι χορδές παίζονταν με το δεξί χέρι, συχνά με πλήκτρο, μολονότι γινόταν εκτέλεση και με γυμνά δάχτυλα. Το αριστερό χέρι πιθανόν να χρησιμοποιούνταν για να σταματά τη δόνηση των χορδών· κρίνοντας όμως από τη θέση των δαχτύλων του αριστερού χεριού σε πολλές παραστάσεις αγγείων, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε πως, χωρίς αμφιβολία, και το αριστερό χέρι έπαιζε με γυμνά δάχτυλα. Αυτό υποστηρίζεται από μερικές φιλολογικές πηγές· ο Φιλόστρατος ο νεότερος (3ος αι. μ.Χ.) στονΟρφέα (Εικόνες, αρ. 6, 1902, Τ.) λέει πως, ενώ το δεξί χέρι παίζει κρατώντας σφιχτά (απρίξ) το πλήκτρο, "η λαιά δε ορθοίς πλήττει τοις δακτύλοις τους μίτους" (το αριστερό χέρι χτυπά τις χορδές με όρθια δάχτυλα [κατευθείαν]).
Βλ. επίσης, Αμφίων στις Εικόνες του πρεσβύτερου Φιλόστρατου (Philostrati Majoris Imagines, αρ. 10)· επίσης, Otto Gombosi, Die Tonarten und Stimmungen der antiken Musik, Κοπεγχάγη 1939, 116-122· Κ. Sachs Hist. 132-133.
Η χαμηλότερη χορδή (υπάτη) ήταν τοποθετημένη στο πιο μακρινό από τον εκτελεστή άκρο και η ψηλότερη (νήτη) στο πλησιέστερο (βλ. τα λ.ονομασία, υπάτη, νήτη).
Το κούρδισμα της λύρας (και της κιθάρας) είναι ενα θέμα που δεν έχει οριστικά ξεκαθαριστεί, γιατί δεν υπάρχουν ικανοποιητικές αρχαίες πληροφορίες. Ο Κ. Sachs πρόσφερε μια λύση στο πρόβλημα ("Die griechische Instrumentalnotenschrift", Zeitschrift fur Musikwissenschaft VI, 1924, 289-301, και Hist. 131-132)· σύμφωνα με τη θεωρία του αυτή, "το συνηθισμένο κούρδισμα ήταν πεντατονικό, χωρίς ημιτόνια, mi - sol - la - si - re (άλλα όχι αναγκαστικά με αυτή τη σειρά). Πρόσθετες χορδές διπλασίαζαν αυτές τις νότες προς την επάνω ή την κάτω οκτάβα, αντί να συμπληρώνουν τις νότες fa και do που έλειπαν". Το αρχικό τρίχορδο ήταν mi - la - mi (νήτη, μέση, υπάτη):

Σε αυτές τις νότες ήρθαν να προστεθούν αργότερα η παραμέση (si), και κατόπιν η παρανήτη (re) και η λιχανός (sol):

Επειδή οι δύο διατονικές νότες, fa και do, έλειπαν, όταν χρειάζονταν ημιτόνια και τέταρτα του τόνου, τα σχημάτιζαν, κατά τον Sachs, "πιέζοντας και έτσι τεντώνοντας την επόμενη χαμηλή νότα μ' ένα από τα δάχτυλα". Η θεωρία αυτή έγινε ευνοϊκά δεκτή από πολλούς μελετητές, όπως οι Η. Abert, W. Vetter, I. During, O. Gombosi και G. Reese, ενώ από άλλους έγινε δεκτή με επιφύλαξη· ο R. P. Winnington-Ingram π.χ. (στη μελέτη του, "The Pentatonic Tuning of the Greek Lyre: a Theory Examined" Cl. Quart. νέα σειρά, τ. 6, αρ. 3-4, Οξφόρδη 1956, 169-186) την εξετάζει με κριτική επιφυλακτικότητα.1
Για την εκτέλεση στη λύρα χρησιμοποιούσαν το ρήμα κιθαρίζω (βλ. λ. κίθαρις)· το ρήμα λυρίζω απαντά επίσης, αλλά πολύ σπάνια. Η λύρα κρατιόταν συνήθως λοξά, με ελαφρή κλίση προς τα εμπρός· ο εκτελεστής καθόταν συνήθως με το όργανο πάνω στα γόνατά του ή ανάμεσα στους βραχίονες του στερεώνοντας το μ' ένα δερμάτινο λουρί που λεγόταν τελαμών. Γενικά, μπορεί να λεχθεί πως η λύρα χρησιμοποιούνταν συχνότερα από τους ερασιτέχνες, ενώ η κιθάρα από τους επαγγελματίες. Σύμφωνα με πολλούς συγγραφείς, η ομηρική φόρμιγξ και η κίθαρις ήταν είδη λύρας· αυτό όμως απορρίπτεται από άλλους (πρβ. Κ. Sachs Hist. 130). Ο κατασκευαστής της λύρας λεγόταν λυροποιός και ο εκτελεστής λυριστής.

Αχλαδόσχημη λύρα

λαϊκό μουσικό όργανο της οικογένειας του λαούτου με δοξάρι (τύπου "ρεμπέκ"). Ονομάζεται έτσι από το σχήμα του ηχείου του. Δεν έχει μπερντέδες (κινητά τάστα). Το ξύλινο καπάκι (που παλιότερα ήταν ίσιο) είναι τώρα ελαφρά κυρτό κι έχει 2 τρύπες (ή "μπούκες" ή "μάτια"). Σε μία από αυτές περνάει η "ψυχή" (ή "γάιδαρος"). Οι χορδές του (3 ή 4) διαθέτουν ισάριθμα στριφτάλια. 
Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος
Κωνσταντίνος Ε'
Solidus-Leo III and Constantine V-sb1504.jpg
Ο Κωνσταντίνος με τον πατέρα του Λέοντα, σε νόμισμα της εποχής
Περίοδος βασιλείας:
Προηγούμενος Αυτοκράτορας:
Λέων Γ' ο Ίσαυρος
Επόμενος Αυτοκράτορας:
Δυναστεία:
Πατέρας:
Λέων Γ' ο Ίσαυρος
Μητέρα:
Μαρία
Ημερομηνία γέννησης:
Τόπος γέννησης:
Ημερομηνία θανάτου:
Ο Κωνσταντίνος Ε΄ (718-775) ήταν Αυτοκράτορας του Βυζαντίου.
Ήταν γιος του Λέοντος Γ΄. Επονομάστηκε υβριστικά από τους αντιπάλους του εικονοφίλους Κοπρώνυμος, με την εξήγηση ότι κατά το βάπτισμά του ρύπανε την κολυμβήθρα. Γεννήθηκε το 718 και ανακηρύχθηκε συμβασιλιάς το 720. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 743, ανήλθε στον θρόνο και συνέχισε την πολιτική του πατέρα του σε όλους τους τομείς. Από την αρχή της βασιλείας του αντιμετώπισε τη στάση του Αρταβάσδου, συζύγου της αδελφής του, ο οποίος διεκδίκησε τον θρόνο με την υποστήριξη πολιτικών αξιωματούχων και των εικονοφίλων. Ο Κωνσταντίνος κατά τη διάρκεια εκστρατείας εναντίον των Αράβων δέχθηκε αιφνιδιαστική επίθεση των στασιαστών και πέτυχε με δυσκολία να διαφύγει στο Αμόριο, ενώ οΑρτάβασδος εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη με την υποστήριξη της ιεραρχίας των πολιτικών αξιωματούχων και στέφθηκε αυτοκράτορας από τον Πατριάρχη Αναστάσιο. Ο Κωνσταντίνος όμως αναδιοργάνωσε τον στρατό του με την υποστήριξη των «θεμάτων» των Ανατολικών και των Θρακησίων, κατανίκησε τον Αρτάβασδο κοντά στις Σάρδεις (743) και επέστρεψε θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία εισήλθε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία και τιμώρησε σκληρά τους στασιαστές. Ο Αρτάθασδος και οι γιοι του Νικηφόρος και Νικήτας διαπομπεύθηκαν και τυφλώθηκαν, οι δε συνεργοί του θανατώθηκαν ή ακρωτηριάστηκαν ή εξορίστηκαν. Ο Κωνσταντίνος ήταν πλέον παντοδύναμος.
Οι πόλεμοι εναντίον των Αράβων και των Βουλγάρων απασχολούσαν τον Κωνσταντίνο στο μεγαλύτερο διάστημα της βασιλείας του. Η αποδυνάμωση των Αράβων από τις εσωτερικές δυναστικές έριδες των Ομεϋαδών και των Αμπασιδών, που κατέληξαν στην επικράτηση της δυναστείας των Αμπασιδών, διευκόλυναν το έργο του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Οι νίκες του Κωνσταντίνου εναντίον των Αράβων στη βόρεια Συρία, που κορυφώθηκαν με την ανάκτηση της γενέτειρας της οικογένειας, Γερμανίκειας (746), και του βυζαντινού στόλου του «θέματος» των Κιβυρραιωτών εναντίον του αραβικού στόλου (747) αποτελούσαν απόδειξη της παντοδυναμίας των Βυζαντινών στην ξηρά και στη θάλασσα. Οι εκστρατείες συνεχίστηκαν μέχρι την Αρμενία και τη Μεσοποταμία (751) και σφραγίστηκαν με την ανάκτηση της Θεοδοσιούπολης, της Μελιτινής και άλλων στρατηγικών πόλεων.
Η εκμηδένιση της αραβικής απειλής στην Ανατολή συμπληρώθηκε με τις επιτυχίες εναντίον των Βουλγάρων, οι οποίες εξουδετέρωσαν κάθε κίνδυνο στη Βαλκανική Χερσόνησο. Ερέθισμα για τους Βουλγαρικούς πολέμους υπήρξε η επιδρομή των Βουλγάρων στα βυζαντινά εδάφη (756). Ο Κωνσταντίνος απώθησε τους Βουλγάρους και οργάνωσε συστηματικά τον αγώνα εναντίον τους. Η νίκη του στο φρούριο των Μαρκελλών (759) ολοκληρώθηκε με τη συντριβή των Βουλγάρων στην Αγχίαλο (763), η οποία επιτεύχθηκε με συνδυασμένη αξιοποίηση του στρατού και του στόλου και εορτάστηκε με θρίαμβο στην Κωνσταντινούπολη. Οι μετά τη συντριπτική ήττα εσωτερικές έριδες στη Βουλγαρία εξουδετέρωσαν κάθε προοπτική απειλής, ο δε χάνος των Βουλγάρων Τελέριγος υποχρεώθηκε να συνάψει ειρήνη με επαχθείς γι' αυτόν όρους (772-773).
Στη Δύση όμως ο Κωνσταντίνος συνέχισε την εσφαλμένη πολιτική του πατέρα του και αδιαφόρησε για τις σημαντικές πολιτικές εξελίξεις στηνΙταλία με την επέκταση των Λογγοβάρδων, οι οποίοι προσάρτησαν στις κτήσεις τους και το βυζαντινό εξαρχάτο της Ραβέννας (751). Έτσι, έθεσαν τέρμα στη βυζαντινή επιρροή στην κεντρική Ιταλία και εξανάγκασαν τον παπικό θρόνο να αναζητήσει την προστασία των Φράγκων, αφού οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Ισαύρων δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν τη σημασία των εξελίξεων αυτών για τις προοπτικές της αυτοκρατορίας. Εγκλωβισμένοι στη μονοσήμαντη εικονομαχική πολιτική τους, έχαναν από το οπτικό τους πεδίο τις πολυσήμαντες παρενέργειες της πολιτικής αυτής.
Βεβαίως, ο Κωνσταντίνος ήταν συνειδητός εικονομάχος, γιατί η προσωπικότητα του είχε διαμορφωθεί σε αυστηρά εικονομαχικό περιβάλλον και η εικονομαχία αποτελούσε γι' αυτόν προσωπική θρησκευτική πεποίθηση με βαθύτατο θεολογικό περιεχόμενο. Ο ίδιος συνέδεε την εικονομαχία με το χριστολογικό δόγμα και δεν δίστασε να κυκλοφορήσει με το όνομα του εικονομαχικές θεολογικές πραγματείες (Πεύσεις), οι οποίες επιδοκιμάστηκαν από την εικονομαχική Σύνοδο της Ιέρειας (754) και αποδοκιμάστηκαν από τους εικονοφίλους. Η σύγκληση της εικονομαχικής Συνόδου, της Ιέρειας (754) αποτελεί οπωσδήποτε υποχώρηση από τις θεοκρατικές αντιλήψεις για τη βασιλική εξουσία του πατέρα του, ο οποίος απέρριπτε την ανάγκη σύγκλησης συνόδου, με τη διακήρυξη «βασιλεύς ειμί και ιερεύς», αλλά είναι βέβαιο ότι η κινητοποίηση του συνοδικού θεσμού κατανοήθηκε ως μέσο για την επιβολή των θέσεων του στην Εκκλησία. Με βάση τις εικονομαχικές αποφάσεις της συνόδου αυτής θεμελιώθηκαν τα σκληρά μέτρα εναντίον των εικονοφίλων και ιδιαίτερα εναντίον του μοναχισμού, τα οποία συνοδεύθηκαν με διωγμούς, ακρωτηριασμούς, εξορίες των εικονοφίλων μοναχών και κλείσιμο πολλών μονών. Η Σύνοδος αυτή αναθεμάτισε τον Γερμανό Α' και τον Ιωάννη Δαμασκηνό, ενώ διόρισε ως νέο Πατριάρχη τον επίσκοπο Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος πέθανε κατά τη διάρκεια εκστρατείας εναντίον των Βουλγάρων (775) και άφησε στον διάδοχο του Λέοντα Δ' (775-780) μια πανίσχυρη αυτοκρατορία, η οποία όμως αδυνατούσε να αντιμετωπίσει την εσωτερική διάσπαση από την εικονομαχική έριδα.
Πηγές και αποτίμηση 
Ό,τι γνωρίζουμε για τους εικονομάχους αυτοκράτορες προέρχεται από εικονόφιλους ιστορικούς. Τα έργα των εικονομάχων«εξηφανίσθησαν…υπό της θρησκομανίας της βραδύτερον θριαμβευσάσης αντιπάλου μερίδος». Η κρίση μας για τον Κωνσταντίνο Ε΄, καθώς και για τον πατέρα του Λέοντα Γ΄, βασίζεται πρωτογενώς σε έργα σχεδόν συγχρόνων του και ιδεολογικώς εχθρών του, στην Χρονογραφία του Θεοφάνη του Ομολογητή και στην Ιστορίαν Σύντομον του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρου Α΄.
Κατά τον Θεοφάνη, τον σημαντικότερο χρονογράφο της εποχής, ο Κωνσταντίνος Ε΄ήταν «πανώλης και εμβρόντητος αιμοβόρος τε και αγριώτατος θηρ», έκδοτος σε κάθε διαστροφή και κακία.  Ο πατριάρχης Νικηφόρος είναι ηπιότερος στους χαρακτηρισμούς του, εξιστορεί όμως κι αυτός τις διώξεις του Κωνσταντίνου κατά των εικονόφιλων. Αλλά ενώ ο Θεοφάνης προσπαθεί να αμαυρώσει εκτός από τις δοξασίες και το σύνολο της πολιτείας του Κωνσταντίνου, από τον Νικηφόρο μαθαίνουμε για τις λαμπρές πολεμικές του επιτυχίες κατά των Αράβων και κυρίως κατά των Βουλγάρων, για την σωστή του εσωτερική διοίκηση και την άκρως επιτυχή οικονομική του πολιτική. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κωνσταντίνος ήταν πιο επίμονος από τον πατέρα του στην επιδίωξη των σκοπών του και ότι επί της βασιλείας του πολλοί οπαδοί των εικόνων ταλαιπωρήθηκαν έως και μαρτύρησαν. Ο Λέων Γ΄ διατύπωσε τις αρχές της εικονομαχίας και δεν επέμεινε στην εφαρμογή τους. Αυτήν την ανέλαβε ο Κωνσταντίνος, εκτελεστής και θεωρητικός συγχρόνως των εικονομαχικών δογμάτων. Για τον λόγο αυτό βρίστηκε και συκοφαντήθηκε από τους εικονόφιλους συγγραφείς όσο κανείς άλλος. Μια πρώτη απόδειξη γι’ αυτό είναι το προσωνύμιό του «Κοπρώνυμος».
Ο Κων. Παπαρρηγόπουλος ανέλαβε την «ανακάθαρσιν» της Ιστορίας σχετικά με τον Κωνσταντίνο Ε΄. Και καταλήγει ότι «ενώ ουδεμία εκ των αποδιδομένων εις τον Κωνσταντίνον κακιών πιστοποιείται αποχρώντως, πολλαί των αρετών αυτού συνομολογούνται και υπ’ αυτών των ασπονδοτέρων του ανδρός πολεμίων».

 Πιπίνος ο Βραχύς

http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/2/2b/Pippin_the_younger.jpg/200px-Pippin_the_younger.jpg

Πεπίνος ο βραχύς – έργο του καλλιτέχνη Λουδοβίκου Φιλίππου Αμιέλ (1837) μετά από παραγγελία του βασιλιά Λουδοβίκου Φιλίππου στο ιστορικό μουσείο των Βερσαλλιών
Ο Πιπίνος ο Βραχύς (γαλλ. Pépin le Bref ή Πιπίνος ο νεώτερος (714  768) ήταν δούκας τωνΦράγκων από το 741 και στην συνέχεια βασιλιάς των Φράγκων (751  768), πατέρας τουΚαρλομάγνου, γιος του Κάρολου Μαρτέλου, δούκα των Φράγκων, και της Ροτρούδης του Τρίερ (690 724).
Όταν πέθανε ο πατέρας του, Κάρολος Μαρτέλος (741), μοίρασε το βασίλειο του στους δύο γιους του από τον πρώτο του γάμο: στον μεγαλύτερο Καρλομάνο, μαγιορδόμο και δούκα των Φράγκων, έδωσε την ηγεμονία της Αυστρασίας και στον μικρότερο, Πεπίνο, την ηγεμονία της Νευστρίας. Ο ετεροθαλής αδελφός τους, Γκρίφο, από τον δεύτερο γάμο του πατέρα τους ζήτησε επίσης μερίδιο από την πατρική κληρονομιά, αλλά αιχμαλωτίστηκε από τα δύο αδέλφια σε μοναστήρι. Ο Καρλομάνος προσπάθησε να εγγυηθεί την ενότητα του Φραγκικού βασιλείου με τον Μεροβίγγειο βασιλιά Χιλδέριχο (743), αλλά κλείστηκε σε μοναστήρι (747) δίνοντας όλα τα μερίδια του στην Αυστρασία στον μικρότερο αδελφό του Πεπίνο με τον τίτλο του κυρίου των ανακτόρων (μαγιορδόμος). Ο Γκρίφο δραπέτευσε από το μοναστήρι καταφεύγοντας στον Οντίλο της Βαυαρίας που είχε παντρευτεί την αδελφή του Πεπίνου Ιλτρούδη, αλλά ο Πεπίνος κατάφερε να καταστείλει την εξέγερση εναντίον του.
Πρώτος Καρολίδης βασιλιάς των Φράγκων [Επεξεργασία]
Ο Πεπίνος υποτάχθηκε στις επιθυμίες του Χιλδέριχου, που είχε μόνο τον βασιλικό τίτλο των Φράγκων αλλά καθόλου δύναμη, γιατί θεωρείτο αστείος από τον λαό. Ο Πεπίνος έστειλε στην συνέχεια γράμμα στον πάπα Ζαχαρία θεωρώντας απαράδεκτη την κατάσταση με την βασιλική εξουσία, προτιμώντας να μείνει ο θρόνος κενός παρά να έχει έναν βασιλιά εξασθενημένο. Τελικά ύστερα από το αίτημα ο θρόνος έμεινε κενός. Ο Πεπίνος στην συνέχεια εξελέγη βασιλιάς των Φράγκων σύμφωνα με παλιό Φραγκικό έθιμο όχι από τον πάπα αλλά από τον στρατό, χρίστηκε στο Σουασόν από τον Βονιφάτιο, αρχιεπίσκοπο τηςΜαγεντίας.
Ο Γκρίφο συνέχισε την αντίσταση εναντίον του Πεπίνου, μέχρι που σκοτώθηκε στην μάχη του Σεν-Ζαν-ντε-Μωριέν (753). Ο Χιλδέριχος Γ', ο τελευταίος των Μεροβίγγειων βασιλέων, ξυρίστηκε και κλείστηκε σε μοναστήρι. Ο Πεπίνος ισχυροποίησε την εξουσία του, όταν ο Πάπας Στέφανος Β΄ ταξίδευσε στο Παρίσι και τον έχρισε πατρίκιο των Ρωμαίων, ενώ σύμφωνα με τον Σαλικό νόμο έχρισε σαν διαδόχους τους γιους του, Κάρολο και Καρλομάνο. Αμέσως μετά προσπάθησε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του απέναντι στον πάπα, κηρύσσοντας πόλεμο στονΛομβαρδό βασιλιά Αϊστούλφο, που είχε καταλάβει παπικές εκτάσεις. Κατέλαβε την Ραβέννα και την Πεντάπολη, όπου το παπικό κράτος είχε δημιουργηθεί, ενώ το 759 κατάφερε να εκδιώξει εξ ολοκλήρου τους Σαρακηνούς από την Γαλατία. Ενσωμάτωσε για πρώτη φορά στο βασίλειο του την Ακουιτανία. Προσπάθησε να ολοκληρώσει το έργο του πατέρα του για πλήρη υποταγή των Σαξώνων, αλλά δεν κατάφερε να το ολοκληρώσει λόγω της ασθένειας του τα τελευταία χρόνια της ζωής του, κάτι που έκανε πανηγυρικά αργότερα ο μεγαλύτερος γιος του, Καρλομάγνος.

Καρλομάγνος
http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/a/a4/Charlemagne-by-Durer.jpg/200px-Charlemagne-by-Durer.jpg
Ο Κάρολος ο Μέγας ή Καρλομάγνος

O Καρλομάγνος ή Κάρολος ο Μέγας (742 ή 747  28 Ιανουαρίου 814) (Γερμανικά: Karl der Große,Λατινικά: Carolus Magnus, Γαλλικά: Charlemagne) ήταν βασιλιάς των Φράγκων από το 771 έως το814, βασιλιάς των Λομβαρδών από το 774 και ιδρυτής της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/d/d6/Charlemagne_and_Pope_Adrian_I.jpg/220px-Charlemagne_and_Pope_Adrian_I.jpg

Ο Καρλομάγνος και ο Πάπας Αδριανός Α΄
Οι καταβολές του 
Ο παλαιότερος εξακριβωμένος πρόγονος του Καρλομάγνου είναι ο Άγιος Αρνούλφος, που υπήρξε επίσκοπος του Μετς, και πέθανε στο πρώτο ήμισυ του 7ου αιώνα μ.Χ. Το δεύτερο γνωστό μέλος των Καρολιδών ή Καρολίγγειων ή Καρλοβιγγειανών είναι ο Πεπίνος Α' του Λάντεν, γνωστότερος και ως Πεπίνος ο Παλαιός. Και οι δύο ήταν παππούδες τουΠεπίνου Β' του ΄Ερισταλ: ο Αρνούλφος ηταν πατέρας του Ansegisel, και ο Πεπίνος πατερας της Begga, των γονέων του Πεπίνου του Β'. Ο τελευταίος ηταν πατέρας του Καρόλου Μαρτέλου (βλέπε επόμενη παράγραφο), και αρα προπάππους του Καρλομάγνου. Όλοι οι ανωτέρω πρόγονοι είχαν σταδιοδρομήσει στην υπηρεσία των βασιλιάδων της φραγκικής δυναστείας των Μεροβιγγείων ωςμαγιορδόμοι (λατ. major domus, γερμ. Hausmeier, Majordomus, αγγλ. Mayor of the Palace) ή αυλάρχες, αξιωματούχοι δηλαδή του παλατιού, που ουσιαστικά κυβερνούσαν το φραγκικό βασίλειο επί των τελευταίων Μεροβίγγειων βασιλέων.
Παππούς του Καρλομάγνου ήταν ο Κάρολος Μαρτέλος, ο ηγεμόνας που συνέτριψε τους Σαρακηνούς. Αυτό το γεγονός έλαβε χώρα μεταξύ Τουρ και Πουατιέ στη Γαλλία (732). Ο Καρλομάγνος ήταν ο μεγαλύτερος γιος της Βερτράδης και του Πιπίνου του Βραχύ.
Το 752, όταν ο Κάρολος ήταν περίπου δέκα ετών, ο Πιπίνος ο Βραχύς έκανε έκκληση στον Πάπα Ζαχαρία να του αποδώσει βασιλικό τίτλο. Αποτέλεσμα αυτής της έκκλησης προς την Αγία Έδρα ήταν το ταξίδι του Πάπα Στεφάνου Β΄ στις Άλπεις δύο έτη αργότερα, με σκοπό να χρίσει με το βασιλικό έλαιο όχι μόνο τον Πιπίνο, αλλά και το γιο του Κάρολο και έναν νεώτερο γιο του, τον Καρλομάνο.
Έπειτα ο Πάπας έβαλε όρο στους Φράγκους, κάτω από τις πιο σοβαρές πνευματικές ποινικές ρήτρες, ποτέ να μην επιλέξουν τους βασιλιάδες τους από οποιαδήποτε άλλη οικογένεια.
Βασιλιάς των Φράγκων και των Λομβαρδών
Μετά το θάνατο του Πιπίνου το βασίλειο μοιράστηκε μεταξύ του Καρλομάγνου και του αδελφού του Καρλομάνου. Ο Κάρολος πήρε τα εξωτερικά μέρη του βασιλείου, που συνορεύει με τη θάλασσα και τις βόρειες περιοχές (Αυστρασία) ενώ ο Καρλομάνος πήρε τις εσώτερες περιοχές (Νευστρία), που συνορεύουν με την Ιταλία.
Ο Καρλομάνος πέθανε στις 4 Δεκεμβρίου του 771 αφήνοντας τον Καρλομάγνο ηγέτη ενός επανενωμένου βασιλείου των Φράγκων.
Αμέσως μετά από αυτό, βάδισε εναντίον των Λομβαρδών στην Ιταλία. Στα 774 καθαίρεσε το βασιλιά|βασιλιά τους Desiderius και στέφθηκε ο ίδιος βασιλιάς των Λομβαρδών, ενώνοντας το βασίλειο της Ιταλίας με το φραγκικό στέμμα.
Ο Καρλομάγνος συμμετείχε σε όλες τις μάχες οι οποίες έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Μετά από τριάντα έτη πολέμου και 18 μάχες, κατέκτησε τη Σαξωνία, ένας στόχος που ήταν το άπιαστο όνειρο του Αυτοκράτορα Αύγουστου.
Μια από τις δευτερεύουσες εκστρατείες του Καρλομάγνου έμελλε να γίνει η διασημότερη. Το 778 οδήγησε το στρατό του στην Ισπανίαεναντίον των Σαρακηνών. Στην επιστροφή οι Βάσκοι επιτέθηκαν στην οπισθοφυλακή στη βόρεια Ισπανία, και σκότωσαν τον κόμη Ρολάνδο. ΟΡολάνδος έγινε μεγάλος ήρωας των μεσαιωνικών τραγουδιών και των ρομαντικών μυθιστορημάτων.
Το 797 ή το 801 ο χαλίφης της Βαγδάτης Χαρούν αλ Ρασίντ προσέφερε στον Καρλομάγνο έναν ασιατικό ελέφαντα, τον πρώτο ιστορικά καταγεγραμμένο ελέφαντα στη βόρεια Ευρώπη, που τον ονόμασε Αbul - Abbas.
Άγιος Αυτοκράτορας των Ρωμαίων 
http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/f/fb/Charlemagne_denier_Mayence_812_814.jpg/200px-Charlemagne_denier_Mayence_812_814.jpg

Νόμισμα με την επίσημη υπογραφή του Καρλομάγνου ως αυτοκράτορα
http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/a/af/Karl_den_store_krons_av_leo_III.jpg/200px-Karl_den_store_krons_av_leo_III.jpg

Η Στέψη του Καρόλου
Την ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 800 ενώ ο Κάρολος προσευχόταν γονατιστός στο ναό του Αγίου Πέτρου τηςΡώμης, ο Πάπας Λέων Γ΄ τοποθέτησε μια χρυσή κορώνα στο σκυμμένο κεφάλι του βασιλιά στέφοντάς τον Αυτοκράτορα τηςΑγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Imperator Romanorum).
Ο Καρλομάγνος λέγεται πως εξεπλάγη από τη στέψη, δηλώνοντας ότι δεν θα είχε μπει στην εκκλησία αν ήξερε το σχέδιο του Πάπα. Εντούτοις, μερικοί ιστορικοί λένε ότι οΠάπας δεν θα είχε τολμήσει να ενεργήσει χωρίς την έγκριση του Καρλομάγνου.
Ο Καρλομάγνος δεν έκανε χρήση του τίτλου Imperator Romanorum («Ρωμαίος Αυτοκράτορας», που αποτελούσε τίτλο του Αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) αλλά του τίτλου Imperator Romanum gubernans Imperium Αυτοκράτορας που κυβερνά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία»). Πιθανώς ο Καρλομάγνος να το θεωρούσε αυτό δείγμα μετριοπάθειας, καθώς επιζητούσε να διασφαλίσει πρώτα τη Βυζαντινή αναγνώρισή του ως Αυτοκράτορα, δηλαδή ως συναυτοκράτορα ή συγκυβερνήτη του Βυζαντινού άρχοντα.[1]
Συνεχίζοντας τις μεταρρυθμίσεις του πατέρα του, ο Καρλομάγνος κατήργησε το βασιζόμενο στο χρυσό σόλιδο νομισματικό σύστημα. Καθιέρωσε νέα μονάδα, τη λίβρα — χρηματική μονάδα και μονάδα βάρους — η οποία άξιζε 20 σολίδους ή 240 δηνάρια.
Ο Καρλομάγνος δεν σταμάτησε ποτέ να μορφώνεται. Έφερε στην Αυλή του στο Άαχεν έναν Άγγλο μοναχό τον Αλκουίνο, και διάφορους άλλους δασκαλούς. Στο Άαχεν δημιουργήθηκε σημαντική σχολή και ιστορικοί μιλάνε για την Καρολίγγεια αναγέννηση που συνοδεύεται με τη βασιλεία του Καρλομάγνου. Έχτισε πλήθος παλατιών (γερμ. Pfalz) σε όλη την επικράτεια του βασιλείου του, όπου διέμενε κατά τις περιοδείες του ανά τη χώρα. Το μεγαλοπρεπέστερο χτίστηκε στο Άαχεν, το οποίο αποτελούσε και την αγαπημένη του πόλη, όπου διέμεινε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Έμαθε να διαβάζει λατινικά και λίγα ελληνικά αλλά δεν κατάφερε να μάθει γραφή.
Οργάνωσε την αυτοκρατορία του σε 350 κομητείες, που κάθε μια διοικούνταν από έναν διορισμένο κόμη. Οι κόμητες υπηρετούσαν όπως οι δικαστές, οι διοικητές, και τα μέλη των εκκλησιαστικών δικαστηρίων.
Όταν ο Καρλομάγνος πέθανε στις 28 Ιανουαρίου του 814, ετάφη στον δικό του καθεδρικό ναό στο Άαχεν.
Ο Καρλομάγνος στην Ευρωπαϊκή παράδοση 
Το Βραβείο Καρλομάγνος απονέμεται κάθε χρόνο από την πόλη Άαχεν της Γερμανίας σε άτομα για τη συνεισφορά τους στην ιδέα της Ευρώπης και στην ειρήνη στην περιοχή.

Σήμαντρον

Ιδιόφωνο μουσικό όργανο (ή ηχητικό σώμα) που χρησιμοποιείται σε μοναστήρια και σε ’ξωκκλήσια αντί για καμπάνα. Ήταν σε χρήση στην Ανατολική Εκκλησία πολύ πριν τη χρήση των κωδώνων (βλ. [[καμπάνες|καμπάνες]]). Σχηματίζεται από μια μακρόστενη σανίδα (ή κάποιο μεταλλικό έλασμα) που λεπταίνει στις άκρες και έχει οπές (3-5). Χτυπιέται συνήθως με σφυράκι (ξύλινο ή μεταλλικό) και φέρει αντίστοιχα διάφορες ονομασίες (δες "Τυπικό Αγίου Σάββα", Βαλσαμών 133, 1073, κ.ο.κ.): "ξύλο", "ξυλοσήμαντρο", "μικρό ξύλο", "ιερό ξύλο", "χειροσήμαντρο", "ξύλο αθροίσιμο", "μακρό σήμαντρο", "μεγασήμαντρο", "σήμαντρο μέγα", "κόπανος", "τραπεζικό ξύλο" ή "ξύλον της βρώσεως", "τάλαντο", "σίδερο", "σήμαντρο σιδηρούν", "αγιοσίδηρο", «εξυπνιαστικόν σφυρίον», "αφυπνιστήριο σήμαντρο", "συνακτήριο σήμαντρο". Φέρει επίσης διάφορους συμβολισμούς: το μικρό σήμαντρο (που σημαίνει στον Όρθρο) υπονοεί τις διδασκαλίες της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ το μεγάλο σήμαντρο υπενθυμίζει το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Το ξύλινο σήμαντρο παραπέμπει στην κατασκευή της Κιβωτού του Νώε και καλεί τους πιστούς να προσέλθουν στην Κιβωτό της Εκκλησίας... Ο ήχος των σημάντρων είναι γενικά ακαθόριστης τονικής οξύτητας ενώ ο ρυθμός που τα χτυπούν είναι απλός (συνήθως τροχαίος ή ίαμβος: "τά-λα-ντό"...). 














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου